Δάμας

Δάμας
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Επώνυμος ήρωας της Δαμασκού, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση συνόδευσε τον Διόνυσο στην εκστρατεία του εναντίον των Ινδιών. Όταν γύρισε, ίδρυσε το πρώτο ιερό μέσα σε σκηνή, στην πεδιάδα της Δαμασκού, που ονομάστηκε από τότε δαμασκηνή (από τις λέξεις Δ. και σκηνή).
2. Ήρωας της Αυλίδας, που συνόδευσε από εκεί τον Ακεσίλαο στην Τροία και σκοτώθηκε από τον Αινεία.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Στρατηγός των Συρακουσίων (3oς αι. π.Χ.). Έδρασε στον πόλεμο κατά των Aκραγαντίνων.
2. Δ. ο Σκόμβρος (1ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος της ρητορικής από τις Τράλλεις. Οι Λατίνοι τον αναφέρουν συνήθως ως Δ. ο Ηθικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαμᾶς — δαμᾶ̱ς , δαμάω pres ind act 2nd sg (doric) δαμᾶ̱ς , δαμάζω overpower fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμᾷς — δαμάω pres subj act 2nd sg δαμάω pres ind act 2nd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμας — δάμᾱς , δαμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία …   Dictionary of Greek

  • λεοντοδάμας — λεοντοδάμας, αντος, ὁ (Α) δαμαστής λιονταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδρο δάμας, λαο δάμας] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοδάμας — αντος, ὁ, Α αυτός που ακονίζει τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δάμας (< δάμνημι* «δαμάζω, καταβάλλω»), πρβλ. λεοντο δάμας, τοξο δάμας] …   Dictionary of Greek

  • AURI Adamas — Α᾿δάμας Graecis, dictum est, quod cum reliquo auroso lapide (quâ voce indigitatur lapis auri venâ micans, Graecis λὶθος χρυσίτις) in farinam moli non potest, nec pilis ferreis comminui, ut apud Pollucem videre est. Alias Flos auri, quod optimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] …   Dictionary of Greek

  • DAMASCUS — I. DAMASCUS Syriae urbs antiquissima, ditissima et clatissima, olim Regum fedes, palmulorum fertilissima, et prunorum, quae inde Damascena vocantur. Lucan. l. 3. Et felix, sic fama, Ninos, ventosa, Damascus: Hanc veram Iovis urbem, totiusque… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”